- λευκοθώρακες
- λευκοθώρᾱκες , λευκοθώραξwith white cuirassmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λευκοθώραξ — λευκοθώραξ, ακος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που φορεί λευκό θώρακα («ἦσαν ἱππεῑς μὲν λευκοθώρακες ἐπὶ τοῦ εὐωνύμου τῶν πολεμίων», Ξεν.) … Dictionary of Greek